στο λεξικό PONS
nurse·ry edu·ˈca·tion ΟΥΣ no pl
I. nurse·ry [ˈnɜ:səri, αμερικ ˈnɜ:r-] ΟΥΣ
1. nursery:
2. nursery (room):
II. nurse·ry [ˈnɜ:səri, αμερικ ˈnɜ:r-] ΟΥΣ modifier
edu·ca·tion [ˌeʤʊˈkeɪʃən] ΟΥΣ no pl
1. education:
2. education (knowledge):
3. education:
4. education (study of teaching):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- nuptial
- nuptials
- nurd
- nurdy
- Nuremberg
- nursery education
- nurseryman
- nursery nurse
- nursery rhyme
- nursery school
- nursery slopes
