στο λεξικό PONS
ab·sorp·tion [əbˈzɔ:pʃən, -ˈsɔ:p-, αμερικ -ˈsɔ:rp-, -ˈzɔ:rp-] ΟΥΣ no pl
1. absorption (absorbing):
2. absorption (incorporation):
-  absorption of people also
-  
3. absorption of a blow:
-  
-  Abfangen ουδ
4. absorption:
I. im·port ΡΉΜΑ μεταβ [ɪmˈpɔ:t, αμερικ -ˈpɔ:rt]
II. im·port ΡΉΜΑ αμετάβ [ɪmˈpɔ:t, αμερικ -ˈpɔ:rt]
III. im·port ΟΥΣ [ˈɪmpɔ:t, αμερικ -pɔ:rt]
1. import (good):
2. import no pl (activity):
-  
-  Importieren ουδ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
import absorption ΟΥΣ handel
absorption ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-  
-  Absorption θηλ
absorption ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-  
-  Abschöpfung θηλ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
| I | import | 
|---|---|
| you | import | 
| he/she/it | imports | 
| we | import | 
| you | import | 
| they | import | 
| I | imported | 
|---|---|
| you | imported | 
| he/she/it | imported | 
| we | imported | 
| you | imported | 
| they | imported | 
| I | have | imported | 
|---|---|---|
| you | have | imported | 
| he/she/it | has | imported | 
| we | have | imported | 
| you | have | imported | 
| they | have | imported | 
| I | had | imported | 
|---|---|---|
| you | had | imported | 
| he/she/it | had | imported | 
| we | had | imported | 
| you | had | imported | 
| they | had | imported | 
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- imploring
- imploringly
- implosion
- imply
- impolite
- import absorption
- importance
- important
- importantly
- importation
- import bill
