στο λεξικό PONS
Ab·sorp·ti·on <-, -en> [apzɔrpˈtsi̯o:n] ΟΥΣ θηλ ΤΕΧΝΟΛ
- Absorption
- absorption
- absorption
- Absorption θηλ <-> ειδικ ορολ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Absorption ΟΥΣ θηλ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- Absorption (Umwandlung von Geld- in Realkapital)
- absorption
- absorption (Umwandlung von Geld- in Realkapital)
- Absorption θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.