στο λεξικό PONS
bona fi·des [ˌbəʊnəˈfaɪdi:z, αμερικ ˌboʊ-] ΟΥΣ
2. bona fides + pl ρήμα (credentials):
- bona fides
- Referenzen pl
I. bona fide [ˌbəʊnəˈfaɪdi, -deɪ, αμερικ ˌboʊnəˈ-] ΕΠΊΘ
1. bona fide (genuine):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.