στο λεξικό PONS
fea·sible [ˈfi:zəbl̩] ΕΠΊΘ
1. feasible (practicable):
2. feasible (possible):
3. feasible οικ (plausible):
- feasible
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
feasible ΕΠΊΘ CTRL
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
feasible [ˈfiːzəbl] ΕΠΊΘ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
feasible
- feasible
-
- feasible
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.