στο λεξικό PONS
es·ti·ˈma·tion meth·od ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
es·ti·ma·tion [ˌestɪˈmeɪʃən] ΟΥΣ no pl
1. estimation (opinion):
meth·od [ˈmeθəd] ΟΥΣ
1. method (way of doing sth):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
estimation method ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
estimation
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- esthetics
- estimable
- estimate
- estimated
- estimated amount
- estimation method
- estimator
- Estonia
- Estonian
- Estonian kroon
- estoppel