στο λεξικό PONS
en·dow·ment as·ˈsur·ance, αμερικ en·dow·ment in·ˈsur·ance ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
as·sur·ance [əˈʃʊərən(t)s, αμερικ -ˈʃʊr-] ΟΥΣ
1. assurance (self-confidence):
2. assurance (promise):
3. assurance βρετ (insurance):
en·dow·ment [ɪnˈdaʊmənt, αμερικ enˈ-] ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
assurance ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.