στο λεξικό PONS
ˈturn·over [ˈtɜ:nˌəʊvəʳ, αμερικ ˈtɜ:rnˌoʊvɚ] ΟΥΣ
1. turnover (rate change in staff):
2. turnover (volume of business):
3. turnover (rate of stock movement):
4. turnover ΜΑΓΕΙΡ (pastry):
I. dai·ly [ˈdeɪli] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ
1. daily (every day):
II. dai·ly [ˈdeɪli] ΕΠΊΡΡ αμετάβλ
III. dai·ly [ˈdeɪli] ΟΥΣ
1. daily (newspaper):
2. daily βρετ dated οικ (cleaner):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
daily turnover ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
-
- Tagesumsatz αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.