στο λεξικό PONS
avail·abil·ity [əˌveɪləˈbɪləti, αμερικ -ət̬i] ΟΥΣ no pl
I. car [kɑ:ʳ, αμερικ kɑ:r] ΟΥΣ
1. car (vehicle):
2. car ΣΙΔΗΡ:
II. car [kɑ:ʳ, αμερικ kɑ:r] ΟΥΣ modifier
car (accident, dealer, keys, tyres):
availability ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
availability ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Fälligkeit θηλ
-
- Disposition θηλ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
car availability ΔΗΜΟΣΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- car accident
- car aerial
- carafe
- caramel
- caramelize
- car availability
- caravan
- caravanning
- caravan park
- caravansary
- caravanserai