bail·iff [ˈbeɪlɪf] ΟΥΣ
1. bailiff βρετ:
2. bailiff βρετ ΝΟΜ (person employed by court):
- bailiff
-
- bailiff
-
3. bailiff αμερικ ΝΟΜ (deputy to sheriff):
- bailiff
-
- bailiff
-
- Vollstreckungsbeamter (-be·am·tin)
- bailiff
-
- bailiff
-
- bailiff
- Vollstrecker(in)
- bailiff
-
- bailiff βρετ
- Gutsverwalter(in)
- bailiff βρετ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.