στο λεξικό PONS
in·clu·sive [ɪnˈklu:sɪv] ΕΠΊΘ αμετάβλ
1. inclusive (containing):
2. inclusive after ουσ (including limits):
Kos·ten·pau·scha·le <-, -n> ΟΥΣ θηλ
Pau·schal·preis <-es, -e> ΟΥΣ αρσ ΟΙΚΟΝ
Pau·schal·an·ge·bot <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ ΕΜΠΌΡ
I. pau·schal [pauˈʃa:l] ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Pauschalentschädigung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
all-inclusive management fee ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.