Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
verbal reasoning ΟΥΣ
- verbal reasoning
- raisonnement αρσ verbal
- verbal/intellectual pyrotechnics
-
- verbal (verbale) promesse, accord, joute
- verbal
- verbal (verbale) débordement, attaque, violence
- verbal
- verbal (verbale) groupe, locution, adjectif
- verbal
-
- verbal diarrhoea βρετ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.