Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
venturesome [βρετ ˈvɛntʃəs(ə)m, αμερικ ˈvɛn(t)ʃərsəm] ΕΠΊΘ λογοτεχνικό
- venturesome
-
στο λεξικό PONS
venturesome [ˈventʃəsəm, αμερικ -tʃɚ-] ΕΠΊΘ τυπικ
1. venturesome (adventurous):
- venturesome person
-
venturesome [ˈven·tʃər·səm] ΕΠΊΘ τυπικ
1. venturesome (adventurous):
- venturesome person
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.