Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
solicitor's fees ΟΥΣ ουσ πλ βρετ ΝΟΜ
fee [βρετ fiː, αμερικ fi] ΟΥΣ
1. fee (for professional, artistic service):
solicitor [βρετ səˈlɪsɪtə, αμερικ səˈlɪsədər] ΟΥΣ
1. solicitor βρετ ΝΟΜ:
2. solicitor αμερικ ΝΟΜ (chief law officer):
3. solicitor αμερικ ΕΜΠΌΡ:
στο λεξικό PONS
fee [fi:] ΟΥΣ
fee of doctor, lawyer, artist:
fee [fi] ΟΥΣ
fee of doctor, lawyer, artist:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- solemnization
- solemnize
- solemnly
- solenoid
- soleus
- solicitor's fees
- solicitor general
- solicitous
- solicitously
- solicitude
- solid