Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. inward [βρετ ˈɪnwəd, αμερικ ˈɪnwərd] ΕΠΊΘ
1. inward (inner):
2. inward (towards the inside):
- inward bend, curve
-
II. inward [βρετ ˈɪnwəd, αμερικ ˈɪnwərd] ΕΠΊΡΡ
inward → inwards
inward investment ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
στο λεξικό PONS
inwards ΕΠΊΡΡ
1. inwards (towards centre spatially):
- inwards
-
I. inward [ˈɪnwəd, αμερικ -wɚd] ΕΠΊΘ
II. inward [ˈɪnwəd, αμερικ -wɚd] ΕΠΊΡΡ
1. inward (in direction of centre):
2. inward (towards personal centre):
inwards ΕΠΊΡΡ
inwards → inward II.
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.