gr
1. gr abrév écrite → gram
2. gr abrév écrite → gross
I. gross <pl gross> [βρετ ɡrəʊs, αμερικ ɡroʊs] ΟΥΣ (twelve dozen)
II. gross [βρετ ɡrəʊs, αμερικ ɡroʊs] ΕΠΊΘ
1. gross (before deductions):
2. gross (serious) (gen) ΝΟΜ:
4. gross (revolting):
- gross οικ
- dégueulasse αργκ
III. gross [βρετ ɡrəʊs, αμερικ ɡroʊs] ΕΠΊΡΡ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.