gr
gr → gross
- gr
-
I. gross [βρετ ɡrəʊs, αμερικ ɡroʊs] ΕΠΊΘ
II. gross [βρετ ɡrəʊs, αμερικ ɡroʊs] ΕΠΊΡΡ
III. gross <πλ gross> [βρετ ɡrəʊs, αμερικ ɡroʊs] ΟΥΣ (twelve dozen)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.