Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
foetal distress ΟΥΣ U ΙΑΤΡ
I. distress [βρετ dɪˈstrɛs, αμερικ dəˈstrɛs] ΟΥΣ
1. distress (anguish):
2. distress (physical trouble):
II. distress [βρετ dɪˈstrɛs, αμερικ dəˈstrɛs] ΡΉΜΑ μεταβ
III. to distress oneself ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα
to distress oneself αυτοπ ρήμα:
στο λεξικό PONS
I. distress [dɪˈstres] ΟΥΣ no πλ
I. distress [dɪ·ˈstres] ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- focal infection
- focal length
- focal plane
- focal point
- focus
- foetal distress
- foetid
- foetus
- fog
- fog bank
- fogbound