Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
faithfully [βρετ ˈfeɪθfʊli, ˈfeɪθf(ə)li, αμερικ ˈfeɪθfəli] ΕΠΊΡΡ
1. faithfully follow, serve:
- faithfully
-
2. faithfully (accurately):
- faithfully reproduced, adapted
-
- faithfully recreated
-
στο λεξικό PONS
faithfully ΕΠΊΡΡ
- faithfully
-
- Yours faithfully βρετ, αυστραλ
-
- fidèlement servir, obéir
- faithfully
- fidèlement reproduire, traduire
- faithfully
-
- yours faithfully
-
- yours faithfully
-
- yours faithfully
-
- yours faithfully
faithfully ΕΠΊΡΡ
- faithfully
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- Yours faithfully βρετ, αυστραλ