Oxford Spanish Dictionary
faithfully [αμερικ ˈfeɪθfəli, βρετ ˈfeɪθfʊli, ˈfeɪθf(ə)li] ΕΠΊΡΡ
1.1. faithfully (sincerely):
1.2. faithfully (loyally):
- faithfully follow/serve
-
1.3. faithfully (regularly):
- faithfully attend/visit
-
2. faithfully (exactly):
- faithfully record/translate/copy
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.