Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
exemplary [βρετ ɪɡˈzɛmpləri, ɛɡˈzɛmpləri, αμερικ ɪɡˈzɛmpləri] ΕΠΊΘ
1. exemplary:
- exemplary behaviour, virtue, life
-
- exemplary student
-
2. exemplary punishment:
- exemplary
-
exemplary damages ΟΥΣ ουσ πλ ΝΟΜ
- exemplary damages
-
στο λεξικό PONS
exemplary [ɪgˈzemplərɪ] ΕΠΊΘ
- exemplary
-
- exemplary damages
-
- impec attitude, conduite
- exemplary
-
- exemplary
exemplary [ɪg·ˈzem·pl ə r·i] ΕΠΊΘ
- exemplary
-
-
- exemplary
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- exemplary damages