Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
employer [βρετ ɪmˈplɔɪə, ɛmˈplɔɪə, αμερικ əmˈplɔɪər] ΟΥΣ
Union of Industrial and Employers' Confederations of Europe, UNICE ΟΥΣ (in EU)
-
- employers πλ
στο λεξικό PONS
employer [ɪmˈplɔɪəʳ, αμερικ emˈplɔɪɚ] ΟΥΣ
- prospective employer
-
employer [em·ˈplɔɪ·ər] ΟΥΣ
- prospective employer
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.