Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Laden , laden , Faden και baden

Faden <-s, Fäden> [ˈfaːdən, pl: ˈfɛːdən] SUBST αρσ

Laden <-s, Läden> [ˈlaːdən] SUBST αρσ

1. Laden (Geschäft):

μαγαζί ουδ

3. Laden (Fensterladen):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский