Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κινώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κιν|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ciˈnɔ] VERB μεταβ

1. κινώ (το χέρι, ένα αντικείμενο κτλ):

κινώ

3. κινώ (παρακινώ):

4. κινώ (προωθώ):

κινώ

II . κιν|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ciˈnɔ] VERB αμετάβ

1. κινώ (ξεκινώ: ως πεζός):

κινώ

2. κινώ (ξεκινώ: με όχημα):

κινώ

III . κινούμαι o κινιέμαι VERB αυτοπ ρήμα

2. κινούμαι o κινιέμαι (ενεργώ κάπως, κάνω κάτι):

4. κινούμαι o κινιέμαι (έχω κινητήρια δύναμη):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский