Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: wieder , wiederum , wie , wiegen και wieso

II . wiegen1 [ˈviːgən] VERB αυτοπ ρήμα sich wiegen

1. wiegen (beim Tanzen, Boot):

wiederum [ˈviːdərʊm] ΕΠΊΡΡ

1. wiederum (nochmals):

2. wiederum (hingegen):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский