Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „κουνώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . κουν|ώ <-άς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [kuˈnɔ] VERB μεταβ

2. κουνώ (ανακινώ):

κουνώ

3. κουνώ (για παιδί):

κουνώ τα πόδια μου

II . κουνιέμαι VERB αυτοπ ρήμα

1. κουνιέμαι (κινούμαι):

2. κουνιέμαι (δεν είμαι σταθερός: τραπέζι κτλ):

3. κουνιέμαι (βάρκα):

Παραδειγματικές φράσεις με κουνώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский