Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: fein , Benin , Bein και ein

Benin <-s> [beˈniːn] SUBST ουδ ενικ

fein [faɪn] ΕΠΊΘ

2. fein (Staub, Regen):

5. fein (hochwertig, erlesen):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский