Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „σταυρώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

σταυρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [staˈvrɔnɔ] VERB μεταβ

1. σταυρώνω (θανατώνω):

σταυρώνω

2. σταυρώνω (δυο πράγματα, φυτά):

σταυρώνω

3. σταυρώνω (πόδια, χέρια: από τους καρπούς και κάτω):

σταυρώνω

4. σταυρώνω (χέρια: στο στήθος):

σταυρώνω

5. σταυρώνω μτφ (βασανίζω):

σταυρώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский