Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: reihum , neu και nennen

reihum [raɪˈʔʊm] ΕΠΊΡΡ

II . nennen <nennt, nannte, genannt> [ˈnɛnən] VERB αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский