Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: maß , man , mal , matt και Made

maß [maːs]

maß απλ παρελθ von messen

Βλέπε και: messen

II . messen <misst, maß, gemessen> [ˈmɛsən] VERB αμετάβ

1. messen (Höhe):

III . messen <misst, maß, gemessen> [ˈmɛsən] VERB αυτοπ ρήμα

Made <-, -n> [ˈmaːdə] SUBST θηλ

matt [mat] ΕΠΊΘ

3. matt (Foto, Farbe, Schach):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский