Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „Madl Madel“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

Mad(e)l <-s, -n> [ˈmaːd(ə)l] SUBST ουδ ιδιωμ A, Mädel [ˈmɛːdəl] <-s, -(s)> SUBST ουδ ιδιωμ A

Mad(e)l s. Mädchen

Βλέπε και: Mädchen

Mädchen <-s, -> [ˈmɛːtçən] SUBST ουδ

1. Mädchen (Kind):

2. Mädchen (junge Frau):

κοπέλα θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γερμανικά

Αναζητήστε "Madl Madel" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский