Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: harsch , Karst , hart , harzig , harren , harzen , harken , Alaska και Harke

harsch [harʃ] ΕΠΊΘ

2. harsch τυπικ (barsch):

Harke <-, -n> [ˈharkə] SUBST θηλ

Alaska <-s> [aˈlaska] SUBST ουδ ενικ

harzig ΕΠΊΘ

2. harzig CH s. mühsam

Βλέπε και: mühsam

Karst <-(e)s, -e> [karst] SUBST αρσ ΓΕΩΓΡ

καρστ ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский