Γερμανικά » Ελληνικά

Μεταφράσεις για „beziehungsfähig“ στο λεξικό Γερμανικά » Ελληνικά (Μετάβαση προς Ελληνικά » Γερμανικά)

beziehungslos ΕΠΊΘ

begeisterungsfähig ΕΠΊΘ

berufungsfähig ΕΠΊΘ ΝΟΜ

bezuschussungsfähig ΕΠΊΘ αμετάβλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ

Beziehungskiste <-, -n> SUBST θηλ οικ

zahlungsfähig ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΟΠ

anrechnungsfähig ΕΠΊΘ αμετάβλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ

erneuerungsfähig ΕΠΊΘ ΝΟΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "beziehungsfähig" σε άλλες γλώσσες

"beziehungsfähig" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский