Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ενθουσιώδης“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ενθουσιώδ|ης <-ης, -ες> [ɛnθusiˈɔðis] ΕΠΊΘ

1. ενθουσιώδης (γεμάτος ενθουσιασμό):

ενθουσιώδης

2. ενθουσιώδης (που ενθουσιάζει):

ενθουσιώδης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский