Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „γάιδαρος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

γάιδαρος [ˈɣai̯ðarɔs] SUBST αρσ

2. γάιδαρος μτφ (άξεστος):

γάιδαρος
Rüpel αρσ

3. γάιδαρος μτφ (αφιλότιμος):

γάιδαρος
Aas ουδ

4. γάιδαρος (υβριστικά):

γάιδαρος
Schwein ουδ
γάιδαρος με περικεφαλαία

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский