Γερμανικά » Ελληνικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: erneut , lernen , vornehm , ferner και Ferne

Ferne <-> [ˈfɛrnə] SUBST θηλ ενικ

II . lernen [ˈlɛrnən] VERB αμετάβ

1. lernen (Kenntnisse erwerben):

II . erneut [ɛɐˈnɔɪt] ΕΠΊΡΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский