Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προσεκτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προσεκτικ|ός [prɔsɛktiˈkɔs], προσεχτικ|ός [prɔsɛxtiˈkɔs] <-ή, -ό> ΕΠΊΘ

1. προσεκτικός (με προσοχή):

προσεκτικός

2. προσεκτικός (με επιμέλεια):

προσεκτικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский