Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προσέρχομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προσ|έρχομαι <-ήλθα> [prɔˈsɛrxɔmɛ] VERB αμετάβ (παραβρίσκομαι)

προσέρχομαι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский