Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προσεταιρίζομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

προσεταιρί|ζομαι <-στηκα> [prɔsɛtɛˈrizɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ (παίρνω με το μέρος μου)

προσεταιρίζομαι κάποιον

Παραδειγματικές φράσεις με προσεταιρίζομαι

προσεταιρίζομαι κάποιον

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский