Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „προσεγγίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . προσεγγί|ζω <-σα> [prɔsɛɲˈɟizɔ] VERB μεταβ

1. προσεγγίζω (φέρνω κοντά σε άλλο):

προσεγγίζω

II . προσεγγί|ζω <-σα> [prɔsɛɲˈɟizɔ] VERB αμετάβ (πλησιάζω)

προσεγγίζω σε κάτι

Παραδειγματικές φράσεις με προσεγγίζω

προσεγγίζω σε κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский