Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ταξιδεύω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ταξιδ|εύω <-εψα, -εμένος> [taksiˈðɛvɔ] VERB αμετάβ

ταξιδεύω

Παραδειγματικές φράσεις με ταξιδεύω

ταξιδεύω βόρεια
ταξιδεύω πρύμα
ταξιδεύω λασκάδα
ταξιδεύω όρτσα
ταξιδεύω ανατολικά
ταξιδεύω νότια
ταξιδεύω με οτοστόπ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский