Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Öffentlichkeit , offenlegen και öffentlich

Öffentlichkeit <-; χωρίς πλ> ΟΥΣ θηλ

2. Öffentlichkeit ΝΟΜ:

I . öffentlich [ˈœfəntlɪç] ΕΠΊΘ

2. öffentlich (staatlich, kommunal):

II . öffentlich [ˈœfəntlɪç] ΕΠΊΡΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina