Γερμανικά » Γαλλικά

Kram <-[e]s> [kraːm] ΟΥΣ αρσ οικ

1. Kram (Zeug):

bazar αρσ οικ
fourbi αρσ οικ

2. Kram (Angelegenheit):

fourbi αρσ οικ
démerde-toi [tout(e) seul(e)]! οικ

ιδιωτισμοί:

tomber à pic/tomber mal [pour qn] οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina