Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Haschisch , Lavaschicht , haschen , hässlich , Haschen , Haschee , Hasch και Hascherl

Haschisch <-[s]; χωρίς πλ> [ˈhaʃɪʃ] ΟΥΣ ουδ o αρσ

Lavaschicht ΟΥΣ θηλ

I . hässlichΜΟ, häßlichπαλαιότ ΕΠΊΘ

1. hässlich:

laid(e)

II . hässlichΜΟ, häßlichπαλαιότ ΕΠΊΡΡ

2. hässlich (gemein):

mal

haschen [ˈhaʃən] ΡΉΜΑ αμετάβ

1. haschen απαρχ τυπικ:

2. haschen οικ (Haschisch rauchen):

fumer du hach (hasch) οικ
fumer le bédo οικ

Hascherl <-s, -[n]> [ˈhaʃɐl] ΟΥΣ ουδ A οικ

Hasch <-[s]; χωρίς πλ> [haʃ] ΟΥΣ ουδ οικ

hach (hasch) αρσ οικ

Haschee <-s, -s> [haˈʃeː] ΟΥΣ ουδ

hachis αρσ

Haschen <-s; χωρίς πλ> ΟΥΣ ουδ DIAL

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina