Γερμανικά » Γαλλικά

I . fern [fɛrn] ΕΠΊΘ

II . fern [fɛrn] ΕΠΊΡΡ

ιδιωτισμοί:

ferne

ferne → fern

Βλέπε και: fern

I . fern [fɛrn] ΕΠΊΘ

II . fern [fɛrn] ΕΠΊΡΡ

ιδιωτισμοί:

Ferne <-; χωρίς πλ> [ˈfɛrnə] ΟΥΣ θηλ

2. Ferne τυπικ (ferne Länder):

vaste monde αρσ λογοτεχνικό

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina