Γερμανικά » Γαλλικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: bauen και Bajonett

I . bauen [ˈbaʊən] ΡΉΜΑ μεταβ

2. bauen (herstellen):

3. bauen οικ (verursachen):

4. bauen οικ (schaffen):

II . bauen [ˈbaʊən] ΡΉΜΑ αμετάβ

2. bauen (vertrauen):

compter sur le fait que +οριστ

Βλέπε και: gebaut

gebaut ΕΠΊΘ

ιδιωτισμοί:

so wie du gebaut bist οικ
tel(le) que je te connais οικ

Bajonett <-[e]s, -e> [bajoˈnɛt] ΟΥΣ ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina