Γερμανικά » Γαλλικά

Kurs <-es, -e> [kʊrs] ΟΥΣ αρσ

2. Kurs (politische Linie):

ligne θηλ [politique]

ιδιωτισμοί:

Erste-Hilfe-Kurs ΟΥΣ αρσ

Kurs-Gewinn-Verhältnis ΟΥΣ ουδ ΟΙΚΟΝ

Παραδειγματικές φράσεις με Kurses

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina