Γαλλικά » Γερμανικά

réuni(e) [ʀeyni] ΕΠΊΘ

2. réuni πλ ΕΜΠΌΡ (associés):

II . réunir [ʀeyniʀ] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα se réunir

Παραδειγματικές φράσεις με réuni

le public réuni

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "réuni" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina