Γαλλικά » Γερμανικά

objectiver [ɔbʒɛktive] ΡΉΜΑ μεταβ ΦΙΛΟΣ, ΨΥΧ

II . objectif [ɔbʒɛktif] ΧΡΗΜΑΤΟΠ

objectif (-ive) [ɔbʒɛktif, -iv] ΕΠΊΘ

objectif αρσ

Ziel ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "objective" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina