Γαλλικά » Γερμανικά

enflé [ɑ͂fle] ΟΥΣ αρσ οικ

enflé
Dummkopf αρσ οικ
enflé
Trottel αρσ οικ

enflé(e) [ɑ͂fle] ΕΠΊΘ ΙΑΤΡ

enflé(e)

I . enfler [ɑ͂fle] ΡΉΜΑ μεταβ

2. enfler απαρχ (grossir):

3. enfler απαρχ (gonfler):

III . enfler [ɑ͂fle] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με enflé

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "enflé" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina